- ολόμαλλος
- -η, -ο- κατασκευασμένος, αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από μαλλί («ολόμαλλο ύφασμα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + μαλλί. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 την εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολόμαλλος — η, ο ο κατασκευασμένος ολότελα από μαλλί, αλλ. ολομάλλινος: Ολόμαλλο ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόμαλλος — μονόμαλλος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί μόνο από μαλλί, ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + μαλλός (πρβλ. βαθυ μαλλος, δασύ μαλλος)] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολομάλλινος — η, ο ολόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek